Σκυλλίτας

Σκυλλίτας
-α, ὁ, Α
(προσωνυμία τού Διονύσου) θεός τής σκυλλίδος («Διονύσῳ Σκυλλίτα χοῑρος καὶ ἔριφος», πάπ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < σκυλλίς «κληματίς» + κατάλ. -ίτης*].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”